- ψαλιδωτός
- -ή, -ό / ψαλιδωτός, -ή, -όν, ΝΑ [ψαλιδῶ / -ώνω]νεοελλ.1. αυτός που έχει το σχήμα ανοιγμένου ψαλιδιού (α. «ψαλιδωτές σημαίες» β. «ψαλιδωτό σήμα»)2. το ουδ. ως ουσ. το ψαλιδωτόναυτ. σημαία ή σήμα με τριγωνικώς ψαλιδισμένη την ανεμίζουσα πλευράαρχ.θολωτός ή τοξοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.